προεγκλύζω

προεγκλύζω
προεγ-κλύζω,
A use a clyster first, prob. (for προκλύζω) in Dsc.Eup. 1.231.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προεγκλύζω — Α πιθ. χρησιμοποιώ κλύσμα, κάνω κλύσμα προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐγκλύζω «θεραπεύω με υποκλυσμούς»] …   Dictionary of Greek

  • κλύζω — (AM κλύζω) 1. καλύπτω με νερά, πλημμυρίζω («ἔνθ ἐμὲ μὲν μέγα κῡμα... κλύσσει», Υμν. Απόλλ.) 2. ξεπλένω με άφθονο νερό ή άλλο υγρό, καθαρίζω (α. «θάλασσα κλύζει πάντα ἀνθρώπων κακά», Ευρ. β. «κλύζουσι φαρμάκῳ χολήν», Σοφ.) 3. χύνω υγρό με κλυστήρα …   Dictionary of Greek

  • προεγκλύσας — προεγκλύσᾱς , προεγκλύζω use a clyster first aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”